ξυσμάρα

ξυσμάρα
ξυσούρα η зуд, чесотка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξυσμάρα" в других словарях:

  • ξυσμάρα — η κνησμός, φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ , πρβλ. αόρ. έ ξυσ α τού ξύνω + κατάλ. μάρα* (πρβλ. σαστι[σ] μάρα)] …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • φαγούρα — η κνησμός, φαγωμάρα, ξυσμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»